- αιθεροβατώ
- (ε) αμετ.1) летать, парить в воздухе; 2) перен. витать в облаках
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιθεροβατώ — αἰθεροβατῶ ( έω) (Α) [aἰθεροβάτης] αεροβατώ* (Λουκ. Φιλοψ. 25) … Dictionary of Greek
αιθεροβατώ — ( είς, εί κτλ.), αεροβατώ, είμαι εκτός τόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθεροβατῶ — αἰθεροβατέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἰθεροβατέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)